- στηρικτός
- στηρ-ικτός, ή, όν,A solid, firmly based, Hymn.Is.163.2 = foreg., Cat.Cod.Astr.1.100.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στηρικτός — ή, όν, Α [στηρίζω] 1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.) 2. στηρικτικός … Dictionary of Greek
θεοστήρικτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διακρίθηκε για τους αγώνες του εναντίον της εικονομαχίας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. 2. Λέγεται ότι διετέλεσε ηγούμενος της μονής της Πελεκητής στην Τριγλία. Η μνήμη του τιμάται στις 28… … Dictionary of Greek
στηρικταῖς — στηρικτής masc dat pl στηρικτός solid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρικτήν — στηρικτής masc acc sg (attic epic ionic) στηρικτός solid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)